- πουλερικό
- και παλ. τ. πουλλερικό, το, Νσυν. στον πληθ. τα πουλερικάσυνοπτική ονομασία τών κατοικίδιων πτηνών.[ΕΤΥΜΟΛ. < πουλί / πουλλί + κατάλ. -ερικά κατά τα πεθερικά, σιδερικά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πουλλερικό — το, Ν βλ. πουλερικό … Dictionary of Greek
σιτεύσιμος — η, ον, Α [σίτευσις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σίτευση 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σιτεύσιμον πουλερικό παραγεμιστό … Dictionary of Greek
γομώνω — γόμωσα 1. παραγεμίζω πουλερικό ή φαγητό με γέμισμα. 2. γεμίζω όπλο με εκρηκτική ύλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)